- θρομβοφλεβίτιδα
- [-ις (-ιδος)] η мед. тромбофлебит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρομβοφλεβίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή φλέβας σε συνδυασμό με τον σχηματισμό θρόμβου προσκολλημένου στο τοίχωμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombophlebitis < thromb (πρβλ. θρόμβος) + phlebitis (πρβλ. φλεψ, βός)] … Dictionary of Greek
θρομβοφλεβίτιδα εν των βάθει — Θρόμβωση του αίματος μέσα σε φλέβες που βρίσκονται βαθιά στο σώμα, συνήθως στα πόδια ή την πύελο. Μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να προκαλεί οίδημα και πόνο. Προκαλείται έπειτα από παρατεταμένη ακινησία, ως παρενέργεια αντισυλληπτικών χαπιών κ.ά … Dictionary of Greek
θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή … Dictionary of Greek
φλεγμασία — η, ΝΑ φλεγμονή νεοελλ. ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα τής μηριαίας ή και τής έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. ασία (πρβλ. ξηρ ασία, ὑγρ ασία)] … Dictionary of Greek